- ζαλιά
- η1) вязанка (дров); 2) см. ζάλο 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαλιά — η φορτίο από ξύλα ή φρύγανα, το οποίο βαστάζει κάποιος στους ώμους, αλλ. ζαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] … Dictionary of Greek
ζαλιά — η βλ. ζαλίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζάλος — (I) ο (Μ ζάλος) νεοελλ. 1. ζάλη, σκοτοδίνη «έχει ζάλο στο κεφάλι» 2. ζαλιά*, φορτίο μσν. βάσανο, σκοτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους]. (II) ζάλος, ὁ (Α) λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ζαλίκι — το 1. φορτίο, ζαλίγκα 2. μτφ. οικονομικό ή ηθικό βάρος («κακό ζαλίκι ήταν αυτό to δάνειο») 3. το υπόστρωμα που προσαρμόζεται στην πλάτη ή στους ώμους τού αχθοφόρου και πάνω στο οποίο τοποθετείται το φορτίο 4. το σχοινί με το οποίο δένεται κάποιο… … Dictionary of Greek
ζαλιάρης — ισσα, ικο και ζαλιάρικος, η, ο [ζαλιά] αυτός που προκαλεί φροντίδες, ο φορτικός («ζαλιάρικο, ζαλιάρικο, μικρό και σκανταλιάρικο») … Dictionary of Greek